- παλινωδικός
- παλινῳδικός, -ή, -όν (Α) [παλινωδία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλινωδία («παλινῳδικοὶ ὕμνοι», Κρατίν.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλινῳδικά — παλινῳδικός palinodic neut nom/voc/acc pl παλινῳδικά̱ , παλινῳδικός palinodic fem nom/voc/acc dual παλινῳδικά̱ , παλινῳδικός palinodic fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλινῳδικοί — παλινῳδικός palinodic masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)